- ζάπυροι
- ζάπυροςvery fierymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάπυρος — ζάπυρος, ον (Α) διάπυρος («ἕλικες δ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ πυρος, μελάμ πυρος] … Dictionary of Greek